- υσγινοβαφης
- ὑσγινοβαφήςὑσγῑνο-βᾰφής2окрашенный в пурпур, пурпурный
(ἀναξυρίδες Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀναξυρίδες Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] … Dictionary of Greek
ὑσγινοβαφής — ὑσγῑνοβαφής , ὑσγινοβαφής dipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσγινοβαφῆ — ὑσγῑνοβαφῆ , ὑσγινοβαφής dipped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑσγῑνοβαφῆ , ὑσγινοβαφής dipped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑσγῑνοβαφῆ , ὑσγινοβαφής dipped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσγινοβαφεῖς — ὑσγῑνοβαφεῖς , ὑσγινοβαφής dipped masc/fem acc pl ὑσγῑνοβαφεῖς , ὑσγινοβαφής dipped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύσγινος — η, ο, Ν 1. υσγινοβαφής 2. φρ. «ύσγινο χρώμα» ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύσγη + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek